- συναγωνισμα
- συναγώνισμασυν-ᾰγώνισμα-ατος τό помощь, содействие
(πρός τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρός τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συναγώνισμα — succour in a contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγώνισμα — τὸ, Α [συναγωνίζομαι] 1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα 2. υποστήριξη … Dictionary of Greek
συναγωνισμάτων — συναγώνισμα succour in a contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)